καταζευγοτροφώ

καταζευγοτροφώ
καταζευγοτροφῶ, -έω (Α)
κάνω υπερβολικές δαπάνες για την αγορά και διατροφή ζευγών από άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ζευγο-τροφώ «συντηρώ ζώα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”